Στο άκουσμα της διάγνωσης, είναι βέβαιο, πως πολλοί από εμάς αισθανόμαστε λύπη, λύπηση για το ίδιο το άτομο αλλά και την οικογένεια του, φόβο για το ποια θα είναι ακριβώς η εξέλιξη του παιδιού που έλαβε τη διάγνωση, φόβο για όσα δεν γνωρίζουμε αλλά και θυμό για το ποιος αλήθεια μπορεί να το προκάλεσε…ο πατέρας, η μητέρα, η φύση;

Η καλύτερος «σύμβουλος» είναι η γνώση! Όταν γνωρίζουμε, κάνουμε και ορθότερες επιλογές και κρίνουμε με βάση τα επιστημονικά δεδομένα κι όχι με βάση τις φήμες ή τους γείτονες που κάτι ξέρουν ή έχουν έναν γνωστό που έκανε την τάδε «θεραπεία»!

Αρχικά αξίζει να τονιστεί ότι ο αυτισμός ΔΕΝ είναι μια καινούρια διαταραχή. Υπήρχε πάντα αλλά παλαιότερα η διάγνωση του ήταν σπάνια και στα άτομα με αυτισμό δίνονταν η διάγνωση της ψυχικής ασθένειας ή της νοητικής αναπηρίας. Μάλιστα έχουμε στη διάθεση μας γραπτές αναφορές από τον Jan Itard το 1806, από τον John Haslaw το 1809, από τον Theodor Heler το 1908  αλλά και πολλούς ακόμη. Επιπροσθέτως, ο αυτισμός ΔΕΝ είναι νηπιακή ψύχωση οφειλόμενη σε σχιζοφρένεια, ΔΕΝ είναι νηπιακός αυτισμός, ΔΕΝ οφείλεται στις λεγόμενες «ψυχρές μητέρες», ΔΕΝ είναι αποτέλεσμα της κακής σχέσης της μητέρας και του παιδιού και ΔΕΝ έχουν ελάχιστες ελπίδες εκπαίδευσης αυτά τα άτομα.

Οι πρώτες ενδείξεις του αυτισμού διακρίνονται από την βρεφική ηλικία. Τα βρέφη με αυτισμό στον 6ο μήνα εμφανίζουν μειωμένο ενδιαφέρον για να κοιτάζουν το πρόσωπο του ατόμου που είναι απέναντι τους, δεν αντιδρούν στο χαμόγελο και είναι συχνά ληθαργικά. Ενδεχομένως να παρουσιάζουν προβλήματα ύπνου και / ή φαγητού και μεταξύ των 12 και 18 μηνών παρουσιάζουν μια ιδιότυπη συμπεριφορά που μπορεί να κυμαίνεται από απάθεια μέχρι έντομα ξεσπάσματα θυμού, φτωχή βλεμματική επαφή, έλλειψη κοινωνικού ενδιαφέροντος, έλλειψη ανταλλαγής βαβίσματος, έλλειψη μίμησης στα παιχνίδια και χρήση παιχνιδιών με μη λειτουργικό τρόπο. Επιπλέον, ενδεχομένως το παιδί στους 12 μήνες να μην ανταποκρίνεται στο όνομά του κι αργότερα να παρουσιάζει καθυστερημένες γλωσσικές δεξιότητες.

Μεγαλώνοντας, τα συχνότερα χαρακτηριστικά των ατόμων στο αυτιστικό φάσμα είναι τα εξής:

  • Παρουσιάζουν ελλείμματα στην κοινωνική συγκινησιακή αμοιβαιότητα. Με πιο απλά λόγια δυσκολεύονται ή κι αποτυγχάνουν να διατηρήσουν μια κανονική συζήτηση με τους άλλους, έχουν  μειωμένη συμμετοχή σε ενδιαφέροντα, αισθήματα ή συναισθήματα και είναι πολύ δύσκολο να ανταποκριθούν σε κοινωνικές αλληλεπιδράσεις.
  • Παρουσιάζουν ελλείμματα στις εξωλεκτικές επικοινωνιακές συμπεριφορές που χρησιμοποιούνται για την κοινωνική αλληλεπίδραση. Με πιο απλά λόγια, δεν διατηρούν την βλεμματική επαφή με τον συνομιλητή τους, δεν περνούν μηνύματα μέσω της γλώσσας του σώματος, δεν κατανοούν τις χειρονομίες των άλλων, ενδεχομένως να υπάρχει και παντελής έλλειψη των εκφράσεων του προσώπου τους αλλά και παντελής έλλειψη λεκτικής επικοινωνίας.
  • Παρουσιάζουν ελλείμματα στην ανάπτυξη, τη διατήρηση αλλά και κατανόηση των σχέσεων.
  • Συχνά θα δούμε να κάνουν στερεοτυπικές κινήσεις, χρήση των ίδιων και των ίδιων αντικειμένων ή συγκεκριμένων εκφράσεων στην ομιλία τους.
  • Παρουσιάζουν εμμονή στην ομοιότητα, άκαμπτη εμμονή σε συνήθειες ή τελετουργικά πρότυπα σε λεκτική ή εξωλεκτική συμπεριφορά.
  • Παρουσιάζουν προσκόλληση σε εξαιρετικά περιορισμένα ενδιαφέροντα τα οποία συχνά είναι μη φυσιολογικά σε ένταση ή σε εστίαση.
  • Παρουσιάζουν υπεραντιδραστικότητα ή υποαντιδραστικότητα σε αισθητηριακές πληροφορίες ή κι ασυνήθιστο ενδιαφέρον για αισθητικά θέματα του περιβάλλοντος. Με πιο απλά λόγια, παρατηρείται μια φαινομενική αδιαφορία στον πόνο ή στη θερμοκρασία / αρνητική απαντητικότητα σε συγκεκριμένους ήχους ή υφές υλικών / υπερβολική χρήση της όσφρησης / οπτική σαγήνη με τα φώτα ή την κίνηση.

Τα επίπεδα βαρύτητας για τα άτομα στο αυτιστικό φάσμα είναι 3. Στο επίπεδο 1, το άτομο πρέπει να λάβει υποστήριξη στον κοινωνικό τομέα διότι διαφορετικά τα ελλείμματα στην κοινωνική επικοινωνία θα προκαλέσουν εμφανή έκπτωση. Στο επίπεδο 2, το άτομο πρέπει να λάβει σημαντική υποστήριξη διότι η κοινωνική του δυσλειτουργία είναι εμφανής. Στο επίπεδο 3, το άτομο πρέπει να λάβει πολύ σημαντική υποστήριξη διότι παρατηρούνται βαριά ελλείμματα στις δεξιότητες λεκτικής και μη λεκτικής κοινωνικής επικοινωνίας κι όλα αυτά προκαλούν βαριά έκπτωση στην  λειτουργικότητα του ατόμου.

Η γνώση θα βοηθήσει κάθε οικογένεια να αναγνωρίσει τα προειδοποιητικά σημάδια και να ζητήσει αρχικά τη διάγνωση από έναν αναπτυξιολόγο – παιδίατρο και στη συνέχεια να ξεκινήσει το παιδί να παρακολουθεί ειδικά προγράμματα πάντα με ανθρώπους καταρτισμένους, εξειδικευμένους κι έτοιμους να σταθούν δίπλα στους γονείς που τόσο αγωνιούν.